Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

shorthand (en)

  1. στενογραφία
  2. συντομογραφία
  3. (μεταφορικά) σύντομος τρόπος έκφρασης-διατύπωσης ή αποτύπωσης ιδέας