shakespearien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | shakespearien | shakespeariens |
θηλυκό | shakespearienne | shakespeariennes |
Επίθετο
επεξεργασίαshakespearien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | shakespearien | shakespeariens |
θηλυκό | shakespearienne | shakespeariennes |
shakespearien (fr)