sexpert
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sexpert < συμφυρμός των sex + expert
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsexpert (en)
- (ανεπίσημο) πρόσωπο που ισχυρίζεται ή θεωρείται πως έχει ιδιαίτερη γνώση των θεμάτων που σχετίζονται με το σεξ, με τη σεξουαλική ζωή ή συμπεριφορά των ανθρώπων
Πηγές
επεξεργασία- «sexpert», στο Collins Dictionary.com· πρόσβαση: 2021-03-20.