Ετυμολογία

επεξεργασία
sexpert < συμφυρμός των sex + expert

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɛkspɜːt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sexpert (en)

  • (ανεπίσημο) πρόσωπο που ισχυρίζεται ή θεωρείται πως έχει ιδιαίτερη γνώση των θεμάτων που σχετίζονται με το σεξ, με τη σεξουαλική ζωή ή συμπεριφορά των ανθρώπων