sewage plant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sewage plant | sewage plants |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαsewage plant (en)
- ο βιολογικός καθαρισμός
- ⮡ The waste is taken to the sewage (treatment) plant.
- Τα απόβλητα μεταφέρονται στον σταθμό επεξεργασίας λυμάτων.
- ⮡ The waste is taken to the sewage (treatment) plant.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- sewage plant στην αγγλική Βικιπαίδεια