Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
separately
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
separately
<
separate
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
separately
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
χωριστά
,
ξεχωριστά
↪
They live
separately
.
Ζούνε
χωριστά
.
Πηγές
επεξεργασία
separately
-
Oxford Learner's Dictionaries