Ετυμολογία

επεξεργασία
sentient < λατινική sentiens

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɛn.ti.ənt/

  Επίθετο

επεξεργασία

sentient (en)

  1. ικανός να νιώθει/να βιώνει και ν' αντιλαμβάνεται
  2. σχετικός με την αντίληψη
  3. συνειδητός

Συνώνυμα

επεξεργασία