Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

seks işçisi < seks (σεξ) + işçi (εργάτης, εργάτρια)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sɛcs iʃt͡ʃiˈsi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

seks işçisi (tr)

Κλίση επεξεργασία