Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sekret- < αγγλική secret, γαλλική secret

  Ρίζα επεξεργασία

sekret- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: μυστικό

Παράγωγα επεξεργασία