sectoriel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sectoriel | sectoriels |
θηλυκό | sectorielle | sectorielles |
sectoriel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sectoriel | sectoriels |
θηλυκό | sectorielle | sectorielles |
sectoriel (fr)