Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
secouriste secouristes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

secouriste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που έχει παρακολουθήσει ειδική μόρφωση για να παρέχει τις πρώτες βοήθειες

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη secourir