scieuse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
scieuse | scieuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
scieuse (fr) θηλυκό
- πριονιστήριο, μηχανή για πριόνισμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη scier
ενικός | πληθυντικός |
scieuse | scieuses |
scieuse (fr) θηλυκό