science
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
science | sciences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαscience (en)
- (μη μετρήσιμο) η επιστήμη, ορθολογική και μεθοδική έρευνα του επιστητού και το σύνολο των συστηματοποιημένων γνώσεων που προέρχονται από αυτή
- ↪ Science offers valuable knowledge.
- Η επιστήμη προσφέρει πολύτιμη γνώση.
- ↪ What does science say about this topic?
- Τι λέει για το θέμα αυτό η επιστήμη;
- ↪ Science offers valuable knowledge.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επιστήμη, κάθε κλάδος της επιστήμης
- ↪ the natural/social sciences - οι φυσικές/κοινωνικές επιστήμες
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
science | sciences |
science (fr) θηλυκό
- η επιστήμη