schtroumpfologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
schtroumpfologique | schtroumpfologiques |
Επίθετο
επεξεργασίαschtroumpfologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
schtroumpfologique | schtroumpfologiques |
schtroumpfologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό