στρουμφολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρουμφολογικός < γαλλική schtroumpf
Επίθετο
επεξεργασίαστρουμφολογικός, -ή, -ό
- που γίνεται αντικαθιστώντας οποιαδήποτε λέξη με την έκφραση στρουμφ
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρουμφολογικός