scaphandre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
scaphandre < σκάφη, βάρκα + -andre
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
scaphandre | scaphandres |
scaphandre (fr) αρσενικό
- το σκάφανδρο
scaphandre < σκάφη, βάρκα + -andre
ενικός | πληθυντικός |
scaphandre | scaphandres |
scaphandre (fr) αρσενικό