Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
saumon saumons

saumon (fr) αρσενικό

  1. (ψάρι) ο σολομός
  2. σομόν (άκλιτο), το χρώμα του σολομού