Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

saprophage < sapro- + -phage

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sapʁɔfaʒ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
saprophage saprophages

saprophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό