saprophage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
saprophage | saprophages |
saprophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που τρέφεται με θηράματα σε κατάσταση αποσύνθεσης
ενικός | πληθυντικός |
saprophage | saprophages |
saprophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό