sanguinolent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sanguinolent | sanguinolents |
θηλυκό | sanguinolente | sanguinolentes |
Επίθετο
επεξεργασίαsanguinolent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sanguinolent | sanguinolents |
θηλυκό | sanguinolente | sanguinolentes |
sanguinolent (fr)