sangria
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sangria | sangrie |
Ετυμολογία επεξεργασία
- sangria < (άμεσο δάνειο) ισπανική sangría
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sangria (it) θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- sangria - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).