sanctifiant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sanctifiant | sanctifiants |
θηλυκό | sanctifiante | sanctifiantes |
Επίθετο
επεξεργασίαsanctifiant (fr)
- που αγιάζει
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sanctifiant | sanctifiants |
θηλυκό | sanctifiante | sanctifiantes |
sanctifiant (fr)