słonecznik
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /swɔ̃ˈnɛʧ̑ɲik/
Ετυμολογία Επεξεργασία
słonecznik (pl) < słońce ή słoneczny
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
słonecznik (pl) αρσενικό
- (βοτανική) ο ηλίανθος
- ο ηλιόσπορος
słonecznik (pl) < słońce ή słoneczny
słonecznik (pl) αρσενικό