sécurisant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sécurisant < sécuriser
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /se.ky.ʁi.zɑ̃/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sécurisant | sécurisants |
θηλυκό | sécurisante | sécurisantes |
sécurisant (fr)