Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rzut < rzucać

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʒut/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rzut (pl) αρσενικό

  1. το πέταμα, το ρίξιμο
  2. το χτύπημα, το λάκτισμα, η βολή

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη rzucać