Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rosissement < rosir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rosissement rosissements

rosissement (fr) αρσενικό

  • το να γίνεται κάτι ροζ