Ετυμολογία

επεξεργασία
roseraie < rosier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁoz.ʁɛ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
roseraie roseraies

roseraie (fr) θηλυκό