rock climbing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαrock climbing (en) (μη μετρήσιμο)
- (αθλητισμός) η αναρρίχηση βράχου, η αναρρίχηση σε βράχο, άθλημα στο οποίο ο αθλητής αναρριχάται, καταρριχάται ή διασχίζει βράχινα συμπλέγματα ή τεχνητούς αναρριχητικούς τοίχους
Δείτε επίσης
επεξεργασία- rock climbing στην αγγλική Βικιπαίδεια