Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rhizophage < αρχαία ελληνική ριζοφάγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʁizɔfaʒ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rhizophage rhizophages

rhizophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό