rhizophage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rhizophage < αρχαία ελληνική ριζοφάγος
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rhizophage | rhizophages |
rhizophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που τρέφεται με ρίζες
ενικός | πληθυντικός |
rhizophage | rhizophages |
rhizophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό