Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

resero < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

resero (la) (reserō1, reserāvī, reserātum, reserāre)

  1. ξεκλειδώνω, ανοίγω
  2. αποκαλύπτω

Κλίση επεξεργασία