représentant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- représentant < représenter
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁə.pʁe.zɑ̃.tɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | représentant | représentants |
θηλυκό | représentante | représentantes |
représentant (fr) αρσενικό
- ο αντιπρόσωπος
- o/η πλασιέ