Ετυμολογία

επεξεργασία
renifler < παλαιά γαλλική nifler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁə.ni.fle/

renifler (fr)

  1. ρουθουνίζω, ξεφυσώ, φρουμάζω, φριμάζω, φριμάσσομαι, (μτφ.) μυχθίζω
  2. ρουφώ τη μύτη μου
    Arrête de renifler et mouche-toi ! - Σταμάτα να ρουφάς τη μύτη σου και φύσηξέ την (σε ένα χαρτομάντηλο)

Συγγενικά

επεξεργασία