renifler
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- renifler < παλαιά γαλλική nifler
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrenifler (fr)
- ρουθουνίζω, ξεφυσώ, φρουμάζω, φριμάζω, φριμάσσομαι, (μτφ.) μυχθίζω
- ρουφώ τη μύτη μου
- Arrête de renifler et mouche-toi ! - Σταμάτα να ρουφάς τη μύτη σου και φύσηξέ την (σε ένα χαρτομάντηλο)