Ετυμολογία

επεξεργασία
renforçage < renforcer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
renforçage renforçages

renforçage (fr) αρσενικό

  • η ενίσχυση ενός στοιχείου (πχ., σε οικοδομή, ρουχισμό, κλπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία