reminder
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reminder | reminders |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαreminder (en)
- η υπενθύμιση
- ⮡ Give me a reminder tomorrow, on the off chance that I forget to pay the bill.
- Κάνε μου μια υπενθύμιση αύριο, μήπως ξεχάσω να πληρώσω το λογαριασμό.
- ⮡ Give me a reminder tomorrow, on the off chance that I forget to pay the bill.