relegate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | relegate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relegates |
αόριστος | relegated |
παθητική μετοχή | relegated |
ενεργητική μετοχή | relegating |
relegate (en)
- υποβαθμίζω, υποβαθμίζομαι, κατεβαίνω λίγκα, υποβιβάζομαι
Δείτε επίσης : renegade |
ενεστώτας | relegate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relegates |
αόριστος | relegated |
παθητική μετοχή | relegated |
ενεργητική μετοχή | relegating |
relegate (en)