regroupé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | regroupé | regroupés |
θηλυκό | regroupée | regroupées |
Επίθετο επεξεργασία
regroupé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | regroupé | regroupés |
θηλυκό | regroupée | regroupées |
regroupé (fr)