Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɹɛdʒ.ɪsˌtɹɑɹ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
registrar registrars

registrar (en)

  1. αρχειοφύλαξ, αρχειοφύλακας
  2. ληξίαρχος
  3. υπεύθυνος τήρησης μητρώου
  4. (διαδίκτυο) υπηρεσία (service) που διαχειρίζεται ονόματα τομέων (domain names)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία