registrar
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɹɛdʒ.ɪsˌtɹɑɹ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
registrar | registrars |
registrar (en)
- αρχειοφύλαξ, αρχειοφύλακας
- ληξίαρχος
- υπεύθυνος τήρησης μητρώου
- (διαδίκτυο) υπηρεσία (service) που διαχειρίζεται ονόματα τομέων (domain names)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- (διαδίκτυο) Domain name registrar στην αγγλική Βικιπαίδεια