ενεστώτας redouble
γ΄ ενικό ενεστώτα redoubles
αόριστος redoubled
παθητική μετοχή redoubled
ενεργητική μετοχή redoubling

  Ετυμολογία

επεξεργασία
redouble < re- + double

redouble (en)

  • διπλασιάζω, αυξάνω κάτι ή το κάνω πιο δυνατό
    ⮡  We’ll redouble our efforts.
    Θα διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας.