redouble
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | redouble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | redoubles |
αόριστος | redoubled |
παθητική μετοχή | redoubled |
ενεργητική μετοχή | redoubling |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαredouble (en)
- διπλασιάζω, αυξάνω κάτι ή το κάνω πιο δυνατό
- ↪ We’ll redouble our efforts.
- Θα διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας.
- ↪ We’ll redouble our efforts.
Πηγές
επεξεργασία- redouble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 241. ISBN 9780194325684., λήμμα: διπλασιάζω