recouvrable
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- recouvrable < recouvrer
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
recouvrable | recouvrables |
recouvrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
recouvrable | recouvrables |
recouvrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό