ενικός         πληθυντικός  
reassignment reassignments

  Ετυμολογία

επεξεργασία
reassignment < re- + assignment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

reassignment (en)

  1. η μετάταξη
    ⮡  the reassignment to a higher category branch
    η μετάταξη σε κλάδο ανώτερης κατηγορίας
  2. (πληροφορική) η επανεκχώρηση