ravitaillé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ravitaillé | ravitaillés |
θηλυκό | ravitaillée | ravitaillées |
Επίθετο
επεξεργασίαravitaillé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ravitaillé | ravitaillés |
θηλυκό | ravitaillée | ravitaillées |
ravitaillé (fr)