ralentisseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ralentisseur | ralentisseurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαralentisseur (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) επιβραδυντής, σύστημα επιβράδυνσης των οχημάτων
ενικός | πληθυντικός |
ralentisseur | ralentisseurs |
ralentisseur (fr) αρσενικό