Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rajeunissement rajeunissements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rajeunissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη rajeunir