révérencieux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- révérencieux < révérence
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | révérencieux | révérencieux |
θηλυκό | révérencieuse | révérencieuses |
révérencieux (fr)
- που κάνει υποκλίσεις