rétributif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rétributif | rétributifs |
θηλυκό | rétributive | rétributives |
Επίθετο
επεξεργασίαrétributif (fr)
- που αμείβει
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rétributif | rétributifs |
θηλυκό | rétributive | rétributives |
rétributif (fr)