réquisitorial
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réquisitorial | réquisitoriaux |
θηλυκό | réquisitoriale | réquisitoriales |
Επίθετο επεξεργασία
réquisitorial (fr)
- σχετικός με το κατηγορητήριο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη réquisitionner