réparé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- réparé < réparer
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réparé | réparés |
θηλυκό | réparée | réparées |
réparé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réparé | réparés |
θηλυκό | réparée | réparées |
réparé (fr)