quibble
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
quibble | quibbles |
quibble (en)
Ρήμα
επεξεργασίαquibble (en)
- τσακώνομαι για ασήμαντο ζήτημα
ενικός | πληθυντικός |
quibble | quibbles |
quibble (en)
quibble (en)