quest
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
quest | quests |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαquest (en)
- (επίσημο, λογοτεχνικό) η αναζήτηση
- ↪ in the quest for happiness - στην αναζήτηση της ευτυχίας
- ↪ the quest for gold - η αναζήτηση χρυσού
Πηγές
επεξεργασία- quest - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 45. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναζήτηση