quenelle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
quenelle | quenelles |
quenelle (fr) θηλυκό
- μακρόστενη κροκέτα από λιανισμένο ψάρι ή/και κοτόπουλο, φτιαγμένη με αυγό, αλεύρι ή ψίχα ψωμιού
ενικός | πληθυντικός |
quenelle | quenelles |
quenelle (fr) θηλυκό