pyramid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pyramid | pyramids |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpyramid (en)
- η πυραμίδα
- ⮡ How many pyramids are there in Egypt?
- Πόσες πυραμίδες υπάρχουν στην Αίγυπτο;
- ⮡ How many pyramids are there in Egypt?
Εκφράσεις
επεξεργασία- (πληροφορική) pyramid of doom