Ετυμολογία

επεξεργασία
pusillanimité < δημώδης λατινική pusillanimitas

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /py.zi(l).la.ni.mi.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pusillanimité pusillanimités

pusillanimité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία